- σμίγω
- ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑαναμιγνύω, ανακατεύωνεοελλ.1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα»)2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες»)3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι ντως να σμίξου», Ερωτόκρ.)4. συνεννοούμαι με κάποιον5. δημιουργώ σχέσεις με κάποιον6. παντρεύω («κι εσμίγασι τα τέκνα ντως οι Αφέντες οι μεγάλοι», Ερωτόκρ.)7. παροιμ. «βουνό με βουνό δε σμίγει» — οι άνθρωποι όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όσα εμπόδια κι αν παρεμβληθούν είναι πάντοτε ενδεχόμενο να συναντηθούν.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. σμίγω έχει προέλθει από τον μέλλ. συμμείζω τού ρ. συμμ(ε)ίγνυμι μέσω ενός τ. σμίζω (με σίγηση τού / i / μετά από σ- πρβλ. σιτάρι: στάρι). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. προήλθε από το τ. μίσγω τού μ(ε)ιγνύω με μετάθεση τού -σ-].
Dictionary of Greek. 2013.